ἑνοειδεῖς

ἑνοειδεῖς
ἑνοειδής
single
masc/fem acc pl
ἑνοειδής
single
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ενοειδής — ἑνοειδής, ές (AM) 1. ενιαίος, μονοειδής, μοναδικός, απλός 2. αυτός που μοιάζει με κάτι ενιαίο, μοναδικό, με τον θεό («ἑνοειδεῑς ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι», Ησύχ.). επίρρ... ἑνοειδῶς μονοειδώς, μονομόρφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός + ειδής < είδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”